επεξεργάζομαι
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
Greek Monolingual
(AM ἐπεξεργάζομαι) μσν.-νεοελλ.
1. κατεργάζομαι πλήρως, τελειοποιώ, δίνω οριστική μορφή
2. εκπονώ
αρχ.
1. επεξεργάζομαι, εκτελώ κάτι επί πλέον («ἕν δ' ἐπεξεργάσατο... τοιοῦτον, ὅ πᾱσι τοῖς προτέροις ἐπέθηκε τέλος», Δημοσθ.)
2. πραγματοποιώ, φέρω σε πέρας
3. ανιχνεύω, εξετάζω
4. φρ. «ὀλωλότ' ἄνδρ' ἐπεξειργάσω» — ξανασκότωσες τον σκοτωμένο, Σοφ.