φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
η
είσοδος, εισαγωγή σε μεταφορικό μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιβιβάζω. Η λ. στον λόγιο τ. επιβίβασις μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο].