ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
ἐπικαλλύνω (Α)στολίζω επί πλέον, κάνω κάτι πιο ωραίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καλλύνω (< κάλλος) «καλλωπίζω, εξωραΐζω»].