επιπλέκω
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
Greek Monolingual
(Α ἐπιπλέκω)
περιπλέκω, μπερδεύω, ανακατώνω
νεοελλ.
(για αρρώστια) προκαλώ επιπλοκές, χειροτερεύω
αρχ.
1. πλέκω πάνω σε κάτι, προσθέτω πλέκοντας
2. δένω, δεσμεύω
3. συνδυάζω, συνδέω («ἐπιπλέκειν αὐτὰ τῷ τῆς παραλείψεως σχήματι», Αριστοτ.)
3. ανήκω
4. παθ. ἐπιπλέκομαι
εμπλέκομαι, συμπλέκομαι («τῶν ἄλλων οὐκ ἐμπλεκομένων τοῖς Ἕλλησιν», Στράβ.)
5. παθ. έρχομαι σε σαρκική επαφή
6. (μτχ. παθ. παρακμ. ἐπιπεπλεγμένος
α) αναμεμιγμένος
β) περίπλοκος.