οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
-ές (AM ἐπιρρεπής, -ές) επιρρέπωαυτός που έχει ροπή, κλίση, διάθεση για κάτι («επιρρεπής στις ηδονές»)μσν.(για αφτί) κρεμασμένος, κρεμαστός. επίρρ...επιρρεπώςμε κλίση, με διάθεση για κάτι.