επισιτίζω
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Greek Monolingual
(AM ἐπισιτίζομαι) σιτίζω
μέσ. ἐπισιτίζομαι
εφοδιάζομαι με τα απαραίτητα τρόφιμα
νεοελλ.
εφοδιάζω κάποιον με τα αναγκαία τρόφιμα
αρχ.
μέσ. α) προμηθεύομαι κάποιο εφόδιο («ἐκ τῆς ἀγορᾶς ἄριστον ἐπισιτιζόμενοι», Θουκ.)
β) παρασιτώ.