Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → He whom the gods love dies young
ἐπισκεπάζω (AM)1. σκεπάζω κάτι από πάνω («ἐπεσκέπασας έν θυμῷ, καὶ ἀπεδίωξας ἡμᾶς»)2. τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλομσν.θαμπώνω, κάνω κάτι θαμπό.