Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επισκεπάζω

From LSJ

Greek Monolingual

ἐπισκεπάζω (AM)
1. σκεπάζω κάτι από πάνω («ἐπεσκέπασας έν θυμῷ, καὶ ἀπεδίωξας ἡμᾶς»)
2. τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο
μσν.
θαμπώνω, κάνω κάτι θαμπό.