επιστρώνω

From LSJ

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380

Greek Monolingual

(Μ ἐπιστρώνω
Α ἐπιστρώννυμι και ἐπιστρωννύω) στρώνω
1. στρώνω, απλώνω κάτι επάνω σε κάτι άλλο ή σε μια επιφάνεια
2. σαμαρώνω.