επιτήρηση
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
Greek Monolingual
η (AM ἐπιτήρησις) επιτηρώ
επίβλεψη, παρακολούθηση, εποπτεία («αστυνομική επιτήρηση»)
2. προσεκτική παρατήρηση για έλεγχο («επιτήρηση στις εξετάσεις»)
μσν.
(με εχθρ. σημ.) παραμόνευση, παραφύλαξη
αρχ.
1. προσεκτική παρατήρηση
2. τήρηση
3. το αξίωμα του επιτηρητή.