επιτήρηση

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

η (AM ἐπιτήρησις) επιτηρώ
επίβλεψη, παρακολούθηση, εποπτεία («αστυνομική επιτήρηση»)
2. προσεκτική παρατήρηση για έλεγχο («επιτήρηση στις εξετάσεις»)
μσν.
(με εχθρ. σημ.) παραμόνευση, παραφύλαξη
αρχ.
1. προσεκτική παρατήρηση
2. τήρηση
3. το αξίωμα του επιτηρητή.