Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ερέα

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

η (AM ἐρέα)
νεοελλ.
είδος μάλλινου ανθεκτικού υφάσματος (κν. τσόχα)
μσν.
επίσημο αρχιερατικό ένδυμα
αρχ.-μσν.
μαλλί, έριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < είρος (θ. ερ-) «μαλλί» + επίθημα -έα (πρβλ. αιγέα)].