εργάσιμος

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐργάσιμος, -ον και -ος, -η, -ον) εργασία
ο χρόνος κατά τον οποίο οφείλει ή μπορεί να εργάζεται κανείς («εργάσιμες ώρες γραφείου»)
αρχ.-μσν.
(για γη) καλλιεργήσιμος
αρχ.
1. αυτός που επιδέχεται κατεργασία («ἐν παντὶ σκεύει ἐργασίμῳ δέρματος», ΠΔ)
2. εργατικός, δουλευτής
3. (για πόρνη) αυτή που δουλεύει με το σώμα της
4. ενεργητικός, δραστήριος
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐργάσιμον
α) τιμή, δαπάνη κατασκευής, κόστος
β) η εργατική τάξη.