εσχατόμοιρος

From LSJ

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477

Greek Monolingual

ἐσχατόμοιρος, -ον (Α)
αυτός που έχει την έσχατη μοίρα, το έσχατο μερίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + -μοιρος < μοίρα (πρβλ. άμοιρος, μεμψίμοιρος)].