εσχατόμοιρος

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

Greek Monolingual

ἐσχατόμοιρος, -ον (Α)
αυτός που έχει την έσχατη μοίρα, το έσχατο μερίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + -μοιρος < μοίρα (πρβλ. άμοιρος, μεμψίμοιρος)].