ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman
ἐσχατόμοιρος, -ον (Α)αυτός που έχει την έσχατη μοίρα, το έσχατο μερίδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + -μοιρος < μοίρα (πρβλ. άμοιρος, μεμψίμοιρος)].