ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared
-ουν (ΑΜ ἑτερόπους, -ουν)αυτός που έχει πόδια τα οποία διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μήκος ή το σχήμα, ο χωλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -πους (< πους) πρβλ. δίπους].