τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress
ἐτωσιοεργός, -όν (Α)αυτός που εργάζεται μάταια, άσκοπα ή νωθρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετώσιος «μάταιος» + -εργος (< έργο), πρβλ. αγαθοεργός, ενεργός].