ενεργός
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐνεργός, -όν) έργον
1. αυτός που βρίσκεται σε ενέργεια, σε ενεργό υπηρεσία («ενεργός στρατός»)
2. ενεργητικός, σε ενέργεια (σε αντίθεση με αυτόν που βρίσκεται σε λανθάνουσα ή εφεδρική κατάσταση)
3. δραστήριος, ενεργητικός, αποτελεσματικός
4. (οικον.) «ενεργό κεφάλαιο» — κεφάλαιο που έχει διατεθεί σε επιχειρήσεις, σε αντιδιαστολή προς το «νεκρό ή αργό κεφάλαιο»
αρχ.
1. εργαζόμενος, που βρίσκεται σε εργασία, που εργάζεται («ἐδέοντό μου δανεῖσαι χρήματ'..., ὅπως ἄν ἐνεργοί ὦσιν», Δημοσθ.)
2. που ασκεί την εργασία του, που βρίσκεται εν ενεργεία
3. κατάλληλος ή έτοιμος για δράση
4. ισχυρός, αποτελεσματικός («ἐνεργός προσβολή», Πολ.)
5. γρήγορος («ἐνεργόν ποιεῖσθαι τὴν πορείαν», Αριστοτ.)
6. (για γη, χώρα) παραγωγικός, εύφορος, αποδοτικός («τήν τε χώραν ἐνεργοτέραν ἐποίησεν», Πλούτ.)
7. (απλώς) καλλιεργημένος
8. «ἐνεργά χρήματα» — που αποφέρουν κέρδος
9. αυτός που καθιστά κάτι δραστικό («ἡ γεωργία ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν», Αριστοτ.).
επίρρ...
ενεργώς
με σημαντική προσωπική συμμετοχή σε μια ομαδική προσπάθεια, με εντατική δράση, με δραστική ενέργεια.