ενεργός

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐνεργός, -όν) έργον
1. αυτός που βρίσκεται σε ενέργεια, σε ενεργό υπηρεσίαενεργός στρατός»)
2. ενεργητικός, σε ενέργεια (σε αντίθεση με αυτόν που βρίσκεται σε λανθάνουσα ή εφεδρική κατάσταση)
3. δραστήριος, ενεργητικός, αποτελεσματικός
4. (οικον.) «ενεργό κεφάλαιο» — κεφάλαιο που έχει διατεθεί σε επιχειρήσεις, σε αντιδιαστολή προς το «νεκρό ή αργό κεφάλαιο»
αρχ.
1. εργαζόμενος, που βρίσκεται σε εργασία, που εργάζεται («ἐδέοντό μου δανεῖσαι χρήματ'..., ὅπως ἄν ἐνεργοί ὦσιν», Δημοσθ.)
2. που ασκεί την εργασία του, που βρίσκεται εν ενεργεία
3. κατάλληλος ή έτοιμος για δράση
4. ισχυρός, αποτελεσματικόςἐνεργός προσβολή», Πολ.)
5. γρήγορος («ἐνεργόν ποιεῖσθαι τὴν πορείαν», Αριστοτ.)
6. (για γη, χώρα) παραγωγικός, εύφορος, αποδοτικός («τήν τε χώραν ἐνεργοτέραν ἐποίησεν», Πλούτ.)
7. (απλώς) καλλιεργημένος
8. «ἐνεργά χρήματα» — που αποφέρουν κέρδος
9. αυτός που καθιστά κάτι δραστικό («ἡ γεωργία ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν», Αριστοτ.).
επίρρ...
ενεργώς
με σημαντική προσωπική συμμετοχή σε μια ομαδική προσπάθεια, με εντατική δράση, με δραστική ενέργεια.