ενεργός

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐνεργός, -όν) έργον
1. αυτός που βρίσκεται σε ενέργεια, σε ενεργό υπηρεσίαενεργός στρατός»)
2. ενεργητικός, σε ενέργεια (σε αντίθεση με αυτόν που βρίσκεται σε λανθάνουσα ή εφεδρική κατάσταση)
3. δραστήριος, ενεργητικός, αποτελεσματικός
4. (οικον.) «ενεργό κεφάλαιο» — κεφάλαιο που έχει διατεθεί σε επιχειρήσεις, σε αντιδιαστολή προς το «νεκρό ή αργό κεφάλαιο»
αρχ.
1. εργαζόμενος, που βρίσκεται σε εργασία, που εργάζεται («ἐδέοντό μου δανεῖσαι χρήματ'..., ὅπως ἄν ἐνεργοί ὦσιν», Δημοσθ.)
2. που ασκεί την εργασία του, που βρίσκεται εν ενεργεία
3. κατάλληλος ή έτοιμος για δράση
4. ισχυρός, αποτελεσματικόςἐνεργός προσβολή», Πολ.)
5. γρήγορος («ἐνεργόν ποιεῖσθαι τὴν πορείαν», Αριστοτ.)
6. (για γη, χώρα) παραγωγικός, εύφορος, αποδοτικός («τήν τε χώραν ἐνεργοτέραν ἐποίησεν», Πλούτ.)
7. (απλώς) καλλιεργημένος
8. «ἐνεργά χρήματα» — που αποφέρουν κέρδος
9. αυτός που καθιστά κάτι δραστικό («ἡ γεωργία ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν», Αριστοτ.).
επίρρ...
ενεργώς
με σημαντική προσωπική συμμετοχή σε μια ομαδική προσπάθεια, με εντατική δράση, με δραστική ενέργεια.