ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
εὐαυγής, -ές (Α)ευαγής, λαμπρός, φωτεινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αυγής (< αύγος), πρβλ. ανταυγής, διαυγής].