ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
εὐλεχής, -ές (Α)εύλεκτρος («εὐλεχέος θαλάμου», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -λεχής (< λέχος), πρβλ. απειρολεχής, κοινολεχής κ.ά.].