εύλεκτρος

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source

Greek Monolingual

εὔλεκτρος, -ον (Α)
1) (για την Αφροδίτη) αυτός που παρέχει συζυγική ευτυχία
2. (για νύφη) ωραία («ἵμερος εὐλέκτρου νύμφας», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λέκτρον «κλίνη (συζυγική)» (< λέχομαι «πλαγιάζω»)].