κοινολεχής

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινολεχής Medium diacritics: κοινολεχής Low diacritics: κοινολεχής Capitals: ΚΟΙΝΟΛΕΧΗΣ
Transliteration A: koinolechḗs Transliteration B: koinolechēs Transliteration C: koinolechis Beta Code: koinolexh/s

English (LSJ)

κοινολεχές, paramour, S.El.97 (anap.), cf. Eust. 653.34.

German (Pape)

[Seite 1468] ές, = κοινόλεκτρος; Soph. El. 97, vom Aegisthus; Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui partage son lit avec un autre : adultère, incestueux ; concubin, amant.
Étymologie: κοινός, λέχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινολεχής -ές [κοινός, λέχος] het bed delend.

Russian (Dvoretsky)

κοινολεχής:любовник (Αἴγισθος Soph.).

Greek Monolingual

κοινολεχής, -ές (AM)
αυτός που έχει κοινό κρεβάτι με άλλον, συγκοιμώμενος, σύντροφος του κρεβατιού, σύζυγος ή εραστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -λεχής (< λέχος), πρβλ. ορειλεχής, πρωτολεχής].

Greek Monotonic

κοινολεχής: -ές, = κοινόλεκτρος, εραστής, αγαπητικός, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κοινολεχής: -ές, = κοινόλεκτρος, ἐραστής, Σοφ. Ἀποσπ. 97, πρβλ. Εὐστ. 653, 34.

Middle Liddell

κοινο-λεχής, ές = κοινόλεκτρος,]
a paramour, Soph.