εὐλεχής
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
εὐλεχές, = εὔλεκτρος (bringing wedded happiness, beauteous bride, having a fair bed, good for the marriage bed, blessing marriage, having a loving nuptial bed, giving the joys of love), θάλαμος AP7.649 (Anyte); Κύπρις APl. 4.182 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1078] ές, = εὔλεκτρος, θάλαμος, Anyte 16 (VII, 649).
French (Bailly abrégé)
εὔλεκτρος: dont la couche est désirable, propice aux hymens.
Russian (Dvoretsky)
εὐλεχής: Anth. = εὔλεκτρος: прелестный, желанный, благоприятствующий браку, сулящий счастливый брак.
Greek Monolingual
εὐλεχής, -ές (Α)
εύλεκτρος («εὐλεχέος θαλάμου», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -λεχής (< λέχος), πρβλ. απειρολεχής, κοινολεχής κ.ά.].
Greek (Liddell-Scott)
εὐλεχής: -ές, εὔλεκτρος, Ἀνθ. Π. 7. 649, Πλαν. 182.
Greek Monotonic
εὐλεχής: -ές, = εὔλεκτρος, σε Ανθ.
Middle Liddell
εὐ-λεχής, ές = εὔλεκτρος, Anth.]