ευρεσικομπία
From LSJ
διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
Greek Monolingual
εὑρεσικομπία, ἡ (Α)
η επινόηση επιδεικτικής φράσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι- (< ευρίσκω) + -κομπία (< κόμπος «καύχηση»). Σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος.