ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
η (ΑΜ εὐωχία) ευωχούμαι1. ευθυμία σε συμπόσιο2. συμπόσιο, πανδαισία, γλέντι, φαγοπότιμσν.χαρούμενη πανήγυρη, εορτήαρχ.αφθονία τροφίμων.