ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
και εφηλώ (Α ἐφηλῶ, -όω) έφηλος
καρφώνω, προσηλώνω, καθηλώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο
αρχ.
παθ. ἐφηλοῦμαι, -όομαι
α) καρφώνομαι στερεά
β) μτφ. εγκαθίσταμαι οριστικά («τῶνδ' ἐφήλωται τορῶς γόμφος διαμπάξ», Αισχύλ.).