εφτάζυμος

From LSJ

Ψευδὴς διαβολὴ τὸν βίον λυμαίνεται → Vitam dissociat mentiens calumnia → Verlogene Verleumdung bringt dem Leben Schmach

Menander, Monostichoi, 553

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για άρτο) αυτός που έχει παρασκευαστεί χωρίς προζύμι αλλά με ειδική ζύμη από ρεβίθια
2. το ουδ. ως ουσ. το εφτάζυμο (ενν. ψωμί)
το ψωμί που παρασκευάστηκε με ειδική ζύμη από ρεβίθια αντί με προζύμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μτγν. σύνθ. αυτό-ζυμος κατά παρετυμολογία από το εφτά].