εφτάζυμος

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για άρτο) αυτός που έχει παρασκευαστεί χωρίς προζύμι αλλά με ειδική ζύμη από ρεβίθια
2. το ουδ. ως ουσ. το εφτάζυμο (ενν. ψωμί)
το ψωμί που παρασκευάστηκε με ειδική ζύμη από ρεβίθια αντί με προζύμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μτγν. σύνθ. αυτό-ζυμος κατά παρετυμολογία από το εφτά].