εχιδνώδης
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ ἐχιδνώδης, -ες) έχιδνα
εχιδνοειδής
νεοελλ.
(για τόπους) ο γεμάτος έχιδνες
μσν.
μτφ. δόλιος, κακεντρεχής («ἐχιδνώδης Φαραώ», Κ. Μανασσ.).