εύθρυπτος

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔθρυπτος, -ον)
αυτός που θραύεται, που σπάει εύκολα («εὔθρυπτος αὐχήν», Αριστοτ.)
2. αυτός που θρυμματίζεται εύκολα, αυτός που τρίβεται εύκολα
αρχ.
1. (για τον αέρα) αυτός που διαιρείται, που διαχωρίζεται εύκολα («εὔθρυπτος ἀήρ», Αριστοτ.)
2. (για κρέας ή ψάρι) ο εύπεπτος
3. μτφ. ο εξασθενημένος, ο εξαντλημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θρυπτός (< θρύπτω «συντρίβω, σπάζω»)].