εύρις

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

Greek Monolingual

εὔρις, -ινος και εὔριν, -ινος, ὁ, ή (ΑΜ, Α και ἐΰρρις)
1. αυτός που έχει καλή μύτη
2. αυτός που διαθέτει οξεία όσφρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρις «μύτη»].