ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
εὔρις, -ινος και εὔριν, -ινος, ὁ, ή (ΑΜ, Α και ἐΰρρις)1. αυτός που έχει καλή μύτη2. αυτός που διαθέτει οξεία όσφρηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρις «μύτη»].