εὐλογοφάνεια
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
German (Pape)
[Seite 1079] ἡ, Anschein von Wahrscheinlichkeit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐλογοφάνεια: ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ εὐλογοφανής, ὁ διάβολος μετ’ εὐλογοφανείας βλάπτει ἡμᾶς Δωρόθ. 5. 775, κλ.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐλογοφάνεια) ευλογοφανής
το να φαίνεται κάτι εύλογο, πιθανό, η αληθοφάνεια.