ζαβολιά

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

η
1. παράβαση τών όρων του παιχνιδιού, κλέψιμο στο παιχνίδι, απάτη, ξεγέλασμα
2. φρ. «τρεις κι η ζαβολιά» — λέγεται από τα παιδιά για δήλωση ότι δεν θα γίνει ανεκτός αυτός που θα κάνει κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού για τρίτη φορά την ίδια παράβαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διαβολιά, με τροπή του δι- σε ζ-].