ζαρκάδι

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

Greek Monolingual

και ζαρκάδι, το (Μ ζαρκάδι και ζαλκάδι)
ζώο μηρυκαστικό της οικογένειας τών αντιλοπιδών, που μοιάζει με το ελάφι αλλά είναι πιο μικρόσωμο, η δορκάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζορκάδ-ιον που είναι υποκορ. του μτγν. τ. ζορκάς < αρχ. δορκάς.