ζαχαρένιος
From LSJ
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
Greek Monolingual
-α, -ο
1. κατασκευασμένος από ζάχαρη, ζαχαράτος
2. μτφ. γοητευτικός, ευχάριστος, γλυκός.
επίρρ...
ζαχαρένια
με γλυκό τρόπο, γλυκά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. -ένιος (πρβλ. μαστιχένιος, σοκολατένιος)].