Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
και ζηλόφτονος, -η, -ο
ζηλιάρης, φθονερός, ζηλότυπος.
επίρρ...
ζηλοφθόνως και ζηλόφθονα
με ζηλοφθονία, φθονερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος + φθόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Στέφανο Ξένο στην εφημερίδα Βρεττανικός Αστήρ].