ζημιάρης

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source

Greek Monolingual

-α, -ικο και ζημιάρικος, -η, -ο ζημιά
αυτός που συχνά από αδεξιότητα ή από απροσεξία του κάνει ζημιές.