εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
η (Μ ζοφερότης) ζοφερόςσκοτεινότητα, σκοτείνιασμα, ζόφοςνεοελλ.μτφ. απελπισία, απαισιοδοξία.