ζούγωνερ

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζούγωνερ Medium diacritics: ζούγωνερ Low diacritics: ζούγωνερ Capitals: ΖΟΥΓΩΝΕΡ
Transliteration A: zoúgōner Transliteration B: zougōner Transliteration C: zougoner Beta Code: zou/gwner

English (LSJ)

Laconian for ζύγωνες, ploughing oxen, Hsch.

Greek Monolingual

ζούγωνερ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ζούγωνερ Λάκωνες ἀντί ζύγωνες
βόες ἐργάται» — βόδια για όργωμα, για αροτρίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. ζούγωνερ, διαλεκτικός δωρ. τ. αντί του αττ. ζύγωνες (ενν. βόες). Ο τ. ζύγων < ζυγόν.