ζυγιαστής
From LSJ
τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world
Greek Monolingual
ο (θηλ. ζυγιάστρα, πληθ. ζυγιαστάδες) ζυγιάζω
1. ζυγιστής
2. (μτφ. το θηλ.) η ζυγιάστρα
αυτή που έχει την ικανότητα να ψυχολογεί και να εκτιμά πρόσωπα και πράγματα, καθώς και αυτή που προχωρεί στους αισθηματικούς δεσμούς της υπολογίζοντας ακριβώς τους σκοπούς και τα συμφέροντά της
3. το αρσ. ως ουσ. το βαρίδι του ζυγού («ο ζυγιαστής του κανταριού»).