οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
το
(βιοχ.) συνώνυμο του προενζύμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. zymogen). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ρήγα Ι. Νικολαΐδη].