ζωοθετώ

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555

Greek Monolingual

ζωοθετῶ, -έω (Α)
ζωοποιώ. εμβάλλω σε κάποιον ζωή, κάνω κάποιον ζωντανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)-(Ι) + -θετώ (< -θέτης < τί-θη-μι), πρβλ. αγωνο-θέτης > αγωνο-θετώ].