λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
το1. άσκηση πίεσης, βία, καταναγκασμός2. δυσκολία, δυσχέρεια, αντίσταση («τά βρήκα ζόρι» — βρήκα δυσκολίες).[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zor].