ηλακατήν

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529

Greek Monolingual

ἠλακατήν, -ῆνος, ὁ (Α)
συν. στον πληθ. τεράστιο ψάρι, θαλάσσιο κήτος, πιθ. του είδους τών θύννων, κατάλληλο για ταρίχευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ηλακάτη].