ηλακατήν

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source

Greek Monolingual

ἠλακατήν, -ῆνος, ὁ (Α)
συν. στον πληθ. τεράστιο ψάρι, θαλάσσιο κήτος, πιθ. του είδους τών θύννων, κατάλληλο για ταρίχευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ηλακάτη].