ημέριος

From LSJ

ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone

Source

Greek Monolingual

ἡμέριος, -ον (AM, Α δωρ. τ. ἁμέριος, -ον) ημέρα
μσν.
(το ουδ. ως επίρρ.) ἡμέριον
καθημερινά
αρχ.
1. αυτός που διαρκεί μία ημέρα («ἁμερίω γέννᾳ», Ευρ.)
2. ημερήσιος, καθημερινός
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἡμέριοι
οι θνητοί.