φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife
ἡμίκερκος, ον (AM)αυτός που έχει μισή ουρά, ο κολοβός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κέρκος, η, «ουρά ζώου»].