ημίπνους

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source

Greek Monolingual

ἡμίπνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που μόλις αναπνέει, ο μισοζώντανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πνους (< πνοή), πρβλ. ηδύπνους, σύμπνους].