ημεροτοκώ

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source

Greek Monolingual

ἡμεροτοκῶ, -έω (Α)
παράγω ήμερους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + τοκώ (< -τοκος < τίκτω), πρβλ. ατοκώ, ευτοκώ].