ημιγύναιξ

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

Greek Monolingual

ἡμιγύναιξ, ό, ἡ (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ, εν μέρει γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -γυναιξ (< γυνή), πρβλ. αγύναιξ, πολυγύναιξ].