ημιπαράφρων
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
Greek Monolingual
-ον
εν μέρει παράφρων, μισότρελος, σχεδόν φρενοβλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + παράφρων. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ιω. Κ. Καμπούρογλου].