ημιτενοντώδης

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

Greek Monolingual

-ες
φρ. «ημιτενοντώδης μυς» — ένας από τους τρεις οπίσθιους καμπτήρες μυς του μηρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. semitendinosus (muscle) < hemi- (πρβλ. ημι-) + tendinosus «τενοντώδης». Η λ. στον πληθυντκό ημιτενοντώδεις μαρτυρείται από το 1843 στον Δαμιανό Γεωργίου].